οροθεσία

οροθεσία
η определение границ, демаркация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οροθεσία" в других словарях:

  • ὁροθεσία — ὁροθεσίᾱ , ὁροθεσία fixing of boundaries fem nom/voc/acc dual ὁροθεσίᾱ , ὁροθεσία fixing of boundaries fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁροθέσια — fixing of boundaries neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οροθεσία — η (Α ὁροθεσία) [οροθέτης] η χάραξη, ο καθορισμός των ορίων και ειδικότερα τών συνόρων που χωρίζουν μια χώρα από μια άλλη μσν. καθορισμός χρονικών ορίων, προσδιορισμός ημερομηνίας αρχ. στον πληθ. αἱ ὁροθεσίαι τα όρια, τα σύνορα …   Dictionary of Greek

  • οροθεσία — η καθορισμός ορίων, συνόρων μεταξύ κρατών: Συγκροτήθηκε επιτροπή για την οροθεσία των συνόρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁροθεσίας — ὁροθεσίᾱς , ὁροθεσία fixing of boundaries fem acc pl ὁροθεσίᾱς , ὁροθεσία fixing of boundaries fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁροθεσίαι — ὁροθεσίᾱͅ , ὁροθεσία fixing of boundaries fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁροθεσίαν — ὁροθεσίᾱν , ὁροθεσία fixing of boundaries fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁροθεσιῶν — ὁροθεσία fixing of boundaries fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁροθεσίοις — ὁροθέσια fixing of boundaries neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁροθεσίων — ὁροθέσια fixing of boundaries neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»